εὐοδία — εὐοδίᾱ , εὐοδία a good journey fem nom/voc/acc dual εὐοδίᾱ , εὐοδία a good journey fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοδίᾳ — εὐοδίαι , εὐοδία a good journey fem nom/voc pl εὐοδίᾱͅ , εὐοδία a good journey fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοδίας — εὐοδίᾱς , εὐοδία a good journey fem acc pl εὐοδίᾱς , εὐοδία a good journey fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοδίαι — εὐοδία a good journey fem nom/voc pl εὐοδίᾱͅ , εὐοδία a good journey fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοδίαν — εὐοδίᾱν , εὐοδία a good journey fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοδίην — εὐοδία a good journey fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοδίης — εὐοδία a good journey fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευοδιάζω — εὐοδιάζω (Α) [ευοδία] βάζω κάτι με τέτοιο τρόπο ώστε να εισχωρήσει εύκολα, να βρεί τον δρόμο του («λαβόντες οὖν... ἁρμόζοντα καθετῆρα εὐοδιάσωμεν αὐτόν», Παύλ. Αιγ.) … Dictionary of Greek
μακροθυμία — η (AM μακροθυμία, Α ιων. τ. μακροθυμίη) [μακρόθυμος] 1. υπομονή, ανοχή, ανεκτικότητα («ἄνθρωπος ὢν μηδέποτε τὴν ἀλυπίαν αὐτοῡ παρὰ θεῶν, ἀλλὰ τὴν μακροθυμίαν», Μέν.) 2. επιείκεια, μεγαλοψυχία («ἐν μακροθυμίᾳ εὐοδίᾳ βασιλεῡσι», ΠΔ) … Dictionary of Greek
ՅԱՋՈՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0330 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 8c գ. εὑοδία prosperitas, prosper successus εὑθυνία commoditas. որ եւ ԱՋՈՂՈՒԹԻՒՆ. Բարեբախտութիւն. բարեդէպ առիթ եւ իրք. յարմարութիւն. դիպողութիւն անխափան. դիւրութիւն. ...… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)