ευοδία

ευοδία
εὐοδία, ἡ (Α) [εύοδος]
1. καλή πορεία, καλό ταξίδι (πρβλ. νεοελλ. κατευόδιο)
2. φρ. α) «εὐοδίαν ἀπὸ στόματος χέειν» — εύχομαι, εκφέρω αγαθές ευχές για την επιτυχία κάποιου
β) μτφ. «κατ' εὐοδίαν» — κατ' ευχήν
3. ευκαιρία («εὐοδία τοῡ ἐλθεῑν» — καλή ευκαιρία για να έλθει κάποιος, πάπ.)
4. επιτυχία
5. εύκολη διαπεραστικότητα («εὐοδία τῶν πόρων», Σωρ.)
6. μτφ. ο ίσιος δρόμος, ο δρόμος τής δικαιοσύνης
7. ευημερία, ευδαιμονία, ευμάρεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εὐοδία — εὐοδίᾱ , εὐοδία a good journey fem nom/voc/acc dual εὐοδίᾱ , εὐοδία a good journey fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐοδίᾳ — εὐοδίαι , εὐοδία a good journey fem nom/voc pl εὐοδίᾱͅ , εὐοδία a good journey fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐοδίας — εὐοδίᾱς , εὐοδία a good journey fem acc pl εὐοδίᾱς , εὐοδία a good journey fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐοδίαι — εὐοδία a good journey fem nom/voc pl εὐοδίᾱͅ , εὐοδία a good journey fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐοδίαν — εὐοδίᾱν , εὐοδία a good journey fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐοδίην — εὐοδία a good journey fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐοδίης — εὐοδία a good journey fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευοδιάζω — εὐοδιάζω (Α) [ευοδία] βάζω κάτι με τέτοιο τρόπο ώστε να εισχωρήσει εύκολα, να βρεί τον δρόμο του («λαβόντες οὖν... ἁρμόζοντα καθετῆρα εὐοδιάσωμεν αὐτόν», Παύλ. Αιγ.) …   Dictionary of Greek

  • μακροθυμία — η (AM μακροθυμία, Α ιων. τ. μακροθυμίη) [μακρόθυμος] 1. υπομονή, ανοχή, ανεκτικότητα («ἄνθρωπος ὢν μηδέποτε τὴν ἀλυπίαν αὐτοῡ παρὰ θεῶν, ἀλλὰ τὴν μακροθυμίαν», Μέν.) 2. επιείκεια, μεγαλοψυχία («ἐν μακροθυμίᾳ εὐοδίᾳ βασιλεῡσι», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • ՅԱՋՈՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0330 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 8c գ. εὑοδία prosperitas, prosper successus εὑθυνία commoditas. որ եւ ԱՋՈՂՈՒԹԻՒՆ. Բարեբախտութիւն. բարեդէպ առիթ եւ իրք. յարմարութիւն. դիպողութիւն անխափան. դիւրութիւն. ...… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”